Wymurować στα ελληνικά
Μετάφραση: wymurować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάστημα, κορμοστασιά, χτίζω, μπόι
Μεταφράσεις
- bujak στα ελληνικά - έδρα, καρέκλα, κουνιστή, λικνίζοντας, κουνιστό, λίκνισμα, λικνίσματος
- degrengolada στα ελληνικά - καταιγίδα, πτώση η φυσική, πτώση η φυσική εξέλιξη
- ekwilibrystyka στα ελληνικά - ακροβασία, ακροβατικά, τα ακροβατικά, ακροβασίες, ακροβατικών
- gazeta στα ελληνικά - χαρτί, νέα, εφημερίδα, χαρτένιος, ειδήσεις, εφημερίδας, εφημερίδων, ...
Τυχαίες λέξεις
Wymurować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάστημα, κορμοστασιά, χτίζω, μπόι
Μεταφράσεις: ανάστημα, κορμοστασιά, χτίζω, μπόι