Wymusić στα ελληνικά

Μετάφραση: wymusić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δύναμη, βία, εξαναγκάζω, αποσπώ, αποσπάσουν, αποσπούν, εκμαιεύσουν, extort
Wymusić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akrylowy στα ελληνικά - ακρυλικό, ακρυλικού, ακρυλικά, ακρυλική, ακρυλικές
  • brnięcie στα ελληνικά - παραπαίω, παραδέρνω, trudging, πεζοπορώντας
  • eon στα ελληνικά - αιών, Aeon, αιώνος τούτου, αιώνος
  • gracować στα ελληνικά - σκαλίζω, σκαπάνη, τσαπί, σκαλιστήρι, hoe, αξίνα
Τυχαίες λέξεις
Wymusić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δύναμη, βία, εξαναγκάζω, αποσπώ, αποσπάσουν, αποσπούν, εκμαιεύσουν, extort