Wynajdować στα ελληνικά
Μετάφραση: wynajdować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επινοώ, εφευρίσκω, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezpłatny στα ελληνικά - δωρεάν, αυτεξούσιος, επίτιμος, φιλοφρονητικός, τιμητικός, τσάμπα, ελεύθερη, ...
- doręczenie στα ελληνικά - παράδοση, σέρβις, ρουσφέτι, υπηρεσία, παραλαβή, εξυπηρέτηση, διανομή, ...
- dwugłoska στα ελληνικά - δίφθογγος, δίφθογγο, διφθόγγου
- helioterapia στα ελληνικά - ηλιοθεραπεία
Τυχαίες λέξεις
Wynajdować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επινοώ, εφευρίσκω, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν
Μεταφράσεις: επινοώ, εφευρίσκω, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν