Wynikać στα ελληνικά

Μετάφραση: wynikać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μίσχος, έκβαση, επίπτωση, αποτέλεσμα, εγείρομαι, στείρα, προκύπτω, στέλεχος, επακολουθώ, λόγω, συνέπεια, αποτελέσματα, αποτελέσματος
Wynikać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arlekinada στα ελληνικά - horseplay
  • butla στα ελληνικά - κύλινδρος, κυλίνδρου, κύλινδρο, κυλίνδρων, του κυλίνδρου
  • błyskotliwie στα ελληνικά - έξοχα, λαμπρά, άψογα, εξαιρετικά, έξυπνα
  • hydroterapia στα ελληνικά - υδροθεραπεία, υδροθεραπείας, την υδροθεραπεία, η υδροθεραπεία, υδροθεραπευτήριο
Τυχαίες λέξεις
Wynikać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μίσχος, έκβαση, επίπτωση, αποτέλεσμα, εγείρομαι, στείρα, προκύπτω, στέλεχος, επακολουθώ, λόγω, συνέπεια, αποτελέσματα, αποτελέσματος