Λέξη: ανιχνευτής

Σχετικές λέξεις: ανιχνευτής

ανιχνευτής μονοξειδίου του άνθρακα, ανιχνευτής ψεύδους, ανιχνευτής καπνού, ανιχνευτής γνησιότητας χαρτονομισμάτων, ανιχνευτής κίνησης, ανιχνευτής κρυφών καμερών και πομπών, ανιχνευτής χρυσού, ανιχνευτής μετάλλων, ανιχνευτής & μετρητής χαρτονομισμάτων, ανιχνευτής πλαστών χαρτονομισμάτων

Συνώνυμα: ανιχνευτής

πρόσκοπος, κατάσκοπος, ντετέκτιβ, λαγωνικό αστυνομικός, μυστικός αστυνομικός, ιχνηλάτης, ανιχνευτική συσκευή

Μεταφράσεις: ανιχνευτής

ανιχνευτής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scout, sensor, pathfinder, detector, tracker, probe, probe is

ανιχνευτής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
explorar, sensor, explorador, descubridor, detector, detector de, del detector, el detector, detectores

ανιχνευτής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufnehmer, pfadfinder, aufklärer, kundschafter, messfühler, sensor, Detektor, Detektors

ανιχνευτής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éclaireur, quêter, sentinelle, pionnier, rechercher, explorer, scout, détecteur, détection, détecteur de, détecteurs, capteur

ανιχνευτής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ricognitore, sensore, detector, rivelatore, rilevatore, rilevatore di, rivelatore di

ανιχνευτής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
detetor, detector, detector de, do detector, detectores

ανιχνευτής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schildwacht, padvinder, verkenner, detector, melder, de detector, detektor

ανιχνευτής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разыскивать, щуп, бой-скаут, пренебрегать, следопыт, скаут, первопроходец, землепроходец, слуга, разведка, дозорный, бойскаут, исследователь, караул, лазутчик, часовой, детектор, детектора, датчик, извещатель, детектором

ανιχνευτής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
speider, detektor, detektoren

ανιχνευτής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
scout, detektor, detektorn

ανιχνευτής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
anturi, opas, ilmaisin, tunnistin, vartija, ilmaisimen, detektori, detektorin

ανιχνευτής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
detektor, detektoren, detektorens

ανιχνευτής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pátrat, snímač, průkopník, zvěd, skaut, pionýr, detektor, detektoru, hlásič, detektorem, čidlo

ανιχνευτής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozpoznanie, badać, zwiadowca, skaut, harcerz, pionier, druh, lekceważyć, wywiadowca, wyśmiewać, czujnik, detektor, wykrywacz, detektora, czujka

ανιχνευτής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
cserkész, detektor, érzékelő, detektorral, detektort, érzékelőt

ανιχνευτής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
detektör, dedektörü, dedektör, detektörü, algılayıcı

ανιχνευτής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
слідопит, сенсор, щуп, датчик, розвідник, слуга, скаут, нехтувати, дослідник, детектор, шланг, акумуляторний, газова, двокамерний

ανιχνευτής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
detektor, detektor i, detektor të, zbulues

ανιχνευτής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разведрим, детектор, датчик, детектор за, детектора, детектор на

ανιχνευτής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дэтэктар, детектор, сэнсар

ανιχνευτής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
otsija, andur, tajur, rajaleidja, sensor, luuraja, detektor, detektori, detektorit, detektoriga, anduri

ανιχνευτής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
skaut, izviđač, pokazivač, izviđati, služitelj, izvidnik, detektoru, detektor, detektora, detektorom, detector

ανιχνευτής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skynjari, Detector, Detektor, skynjara, neminn

ανιχνευτής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sargyba, sargybinis, detektorius, jutiklis, detektorių, detektoriaus, detektoriumi

ανιχνευτής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sargs, sardze, detektors, detektoru, detektora, detector

ανιχνευτής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
детектор, детектори, детекторот, детектор за, детектор на

ανιχνευτής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
santinelă, detector, detector de, detectorului, detectorul, detector cu

ανιχνευτής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
senzor, stopa, detektor, detector, detektorja, javljalnik, detektorjem

ανιχνευτής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
senzor, špeh, snímač, detektor, detektora

Στατιστικά δημοτικότητας: ανιχνευτής

Τυχαίες λέξεις