Wyparzać στα ελληνικά
Μετάφραση: wyparzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζεματίζω, ζεματιστεί, ζεματισθεί, έχουν ζεματισθεί, παστεριωμένα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- centra στα ελληνικά - γέμισμα, σταυρός, διασχίζω, κέντρα, κέντρων, τα κέντρα, των κέντρων
- durny στα ελληνικά - κουτός, χαζός, μουγγός, ηλίθιος, ηλίθιο, ηλίθια, ανόητο, ...
- ekranowanie στα ελληνικά - θωράκιση, θωράκισης, προστασίας, προστατευτικού, προστατευτικό κάλυμμα
- epigraficzny στα ελληνικά - επιγραφικές, επιγραφικών, επιγραφικά, επιγραφική, επιγραφές
Τυχαίες λέξεις
Wyparzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζεματίζω, ζεματιστεί, ζεματισθεί, έχουν ζεματισθεί, παστεριωμένα
Μεταφράσεις: ζεματίζω, ζεματιστεί, ζεματισθεί, έχουν ζεματισθεί, παστεριωμένα