Wyposażyć στα ελληνικά
Μετάφραση: wyposażyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επενδύω, εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, εξοπλίσει, εξοπλισμό, εξοπλίσουν, τον εξοπλισμό, εξοπλίζουν
Μεταφράσεις
- ciemny στα ελληνικά - θολός, ιλυώδης, θολωμένος, αμυδρός, ύποπτος, σκιερός, μελαγχολικός, ...
- docisk στα ελληνικά - πίεση, πίεσης, πιέσεως, πιέσεις, πίεση του
- dymek στα ελληνικά - πάνα, καυσαέριο, αερόστατο, μπαλόνι, καπνός, ομίχλη, καταχνιά, ...
- indukcyjność-pojemność στα ελληνικά - επαγωγή, αυτεπαγωγή, αυτεπαγωγής, επαγωγής, επαγωγική
Τυχαίες λέξεις
Wyposażyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επενδύω, εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, εξοπλίσει, εξοπλισμό, εξοπλίσουν, τον εξοπλισμό, εξοπλίζουν
Μεταφράσεις: επενδύω, εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, εξοπλίσει, εξοπλισμό, εξοπλίσουν, τον εξοπλισμό, εξοπλίζουν