Wypracowanie στα ελληνικά
Μετάφραση: wypracowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύνθεση, έκθεση, δοκίμιο, δοκίμια, θέμα, πραγματεία, δοκιμίου, δοκίμιό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- blanszować στα ελληνικά - ζεμάτισμα, λεύκανσης, ζεματίσματος, το ζεμάτισμα, τη λεύκανση
- dojście στα ελληνικά - άνοδος, προσπέλαση, ένταξη, χερούλι, απόκτημα, πρόσβαση, προσέγγιση, ...
- dudy στα ελληνικά - γκάιντα, τσαμπούνα, γκάιντας, bagpipe, τσαμπούνας
Τυχαίες λέξεις
Wypracowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύνθεση, έκθεση, δοκίμιο, δοκίμια, θέμα, πραγματεία, δοκιμίου, δοκίμιό
Μεταφράσεις: σύνθεση, έκθεση, δοκίμιο, δοκίμια, θέμα, πραγματεία, δοκιμίου, δοκίμιό