Δοκίμιο στα πολωνικά
Μετάφραση: δοκίμιο, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szkic, wypracowanie, rozprawka, esej, próba, dowód, dowodem, dowodu, odporne
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοκίμιο
δοκίμιο ιστορίας του κκε, δοκίμιο περί ανθρώπινης βλακείας, δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση, δοκίμιο γ λυκείου, δοκίμιο περί βλακείας, δοκίμιο λεξικό γλώσσας πολωνικά, δοκίμιο στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- δοκάρι στα πολωνικά - urząd, prostolinijny, placówka, uczciwy, rzetelny, słupek, wyprostowany, ...
- δοκίμια στα πολωνικά - szkic, rozprawka, wypracowanie, próba, esej, eseje, esejów, ...
- δοκιμάζω στα πολωνικά - wypróbowywać, próbka, oznaczenie, przymierzyć, spróbować, analiza, próbkować, ...
- δοκιμασία στα πολωνικά - męka, gehenna, przesłuchanie, katorga, doświadczenie, rozprawa, przeżycie, ...
Τυχαίες λέξεις
Δοκίμιο στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: szkic, wypracowanie, rozprawka, esej, próba, dowód, dowodem, dowodu, odporne
Μεταφράσεις: szkic, wypracowanie, rozprawka, esej, próba, dowód, dowodem, dowodu, odporne