Wypromować στα ελληνικά

Μετάφραση: wypromować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προάγω, προωθώ, προώθηση, την προώθηση της, την προώθηση, προωθούν, προωθήσουν
Wypromować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • astma στα ελληνικά - άσθμα, άσθματος, το άσθμα, του άσθματος
  • barczysty στα ελληνικά - φαρδείς ώμους, γεροδεμένος
  • igielnik στα ελληνικά - μαξιλαράκι για καρφίτσες, pincushion, τητας, πηση, παραμόρφωσης pincushion
  • jacek στα ελληνικά - γρύλος, Jacek, Ο Jacek, του Jacek, τον Jacek
Τυχαίες λέξεις
Wypromować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προάγω, προωθώ, προώθηση, την προώθηση της, την προώθηση, προωθούν, προωθήσουν