Wyprostować στα ελληνικά
Μετάφραση: wyprostować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεντώνομαι, τεντώνω, κόκορας, τεζάρω, πετεινός, εκτείνομαι, ισιώνω, ισιώσει, ισιώστε, να ισιώσει, ισιώσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- centralizm στα ελληνικά - συγκεντρωτισμός, συγκεντρωτισμό, συγκεντρωτισμού, τον συγκεντρωτισμό, του συγκεντρωτισμού
- dobrobyt στα ελληνικά - ευημερία, αφθονία, πρόνοια, πλούτος, ευημερίας, την ευημερία, της ευημερίας, ...
- doprowadzenie στα ελληνικά - μόλυβδος, περιστολή, αναγωγή, μείωση, λουρί, παράδοση, παραλαβή, ...
- istotnie στα ελληνικά - πράγματι, πραγματικά, ουσιαστικά, όντως, μάλιστα
Τυχαίες λέξεις
Wyprostować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεντώνομαι, τεντώνω, κόκορας, τεζάρω, πετεινός, εκτείνομαι, ισιώνω, ισιώσει, ισιώστε, να ισιώσει, ισιώσετε
Μεταφράσεις: τεντώνομαι, τεντώνω, κόκορας, τεζάρω, πετεινός, εκτείνομαι, ισιώνω, ισιώσει, ισιώστε, να ισιώσει, ισιώσετε