Wysokość στα ελληνικά
Μετάφραση: wysokość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ύψος, κλυδωνίζομαι, επίπεδο, ύψωση, ανύψωση, ανάδειξη, υψόμετρο, ύψους, το ύψος, ύψος του, του ύψους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bark στα ελληνικά - ώμος, φλοιός, σπάλα, ώμο, ώμου, τον ώμο, ώμων
- diabelny στα ελληνικά - διαβολικός, σατανικός, μόρτικος, διαβολική, διαβολικό
- drugoplanowy στα ελληνικά - περιφερειακός, περιφερειακή, περιφερειακών, περιφερική, περιφερικού
- gorączkowość στα ελληνικά - βιασύνη, βιαστικά, σπουδή, εσπευσμένα, βιασύνης
Τυχαίες λέξεις
Wysokość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ύψος, κλυδωνίζομαι, επίπεδο, ύψωση, ανύψωση, ανάδειξη, υψόμετρο, ύψους, το ύψος, ύψος του, του ύψους
Μεταφράσεις: ύψος, κλυδωνίζομαι, επίπεδο, ύψωση, ανύψωση, ανάδειξη, υψόμετρο, ύψους, το ύψος, ύψος του, του ύψους