Wyszlifować στα ελληνικά

Μετάφραση: wyszlifować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγγαρεία, λιώνω, αλέθω, τρίζω, στίλβωση, Πολωνός, πολωνικός, polish, Πολωνικά
Wyszlifować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chirurgia στα ελληνικά - ιατρείο, χειρουργική, χειρουργείο, χειρουργική επέμβαση, επέμβαση, εγχείρηση
  • elekcja στα ελληνικά - εκλογές, αναγόρευση, εκλογή, εκλογών, εκλογής, εκλογική
  • etykietka στα ελληνικά - συμφωνώ, ετικέτα, καταμετρώ, επιγραφή, σήμα, ετικέτας, σήματος
  • fizjonomiczny στα ελληνικά - φυσιογνωμικός
Τυχαίες λέξεις
Wyszlifować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγγαρεία, λιώνω, αλέθω, τρίζω, στίλβωση, Πολωνός, πολωνικός, polish, Πολωνικά