Wytrwały στα ελληνικά

Μετάφραση: wytrwały, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εργατικός, ενδελεχής, επιμελής, επίμονος, επίμονη, ανθεκτικές, επίμονες, επίμονο
Wytrwały στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bakalie στα ελληνικά - λιχουδιές, νοστιμιές, εδέσματα, σπεσιαλιτέ, μεζέδες
  • dygnitarz στα ελληνικά - αξιωματούχος, αξιωματούχου, αξιωματούχο που, αξιωματούχου από, επισκοπικά τους
  • dyszeć στα ελληνικά - τολύπη, αγκομαχώ, ασθμαίνω, λαχανιάζω, παντελόνι, παντελονιού, παντελονάκι, ...
  • dzierżawa στα ελληνικά - εκμίσθωση, νοίκι, μίσθωση, κολιγιά, νοικιάζω, μίσθωμα, ενοίκιο, ...
Τυχαίες λέξεις
Wytrwały στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εργατικός, ενδελεχής, επιμελής, επίμονος, επίμονη, ανθεκτικές, επίμονες, επίμονο