Λέξη: μπαχαρικό

Σχετικές λέξεις: μπαχαρικό

μπαχαρικο κουρκουμάς, μπαχαρικό σμυρνιό, κύμινο μπαχαρικό, μπαχαρικό κάρυ, μπαχαρικό σουμάκ, μπαχαρικό ταντούρι, μπαχαρικό ξινό, μπαχαρικό ζαατάρ, μπαχαρικό γαρύφαλλο, μπαχαρικό λεξικό

Συνώνυμα: μπαχαρικό

καρύκευμα, άρωμα

Μεταφράσεις: μπαχαρικό

μπαχαρικό στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
spice, a spice, spice up

μπαχαρικό στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
especia, condimentar, especias, de especias, spice, la especia

μπαχαρικό στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
würzen, gewürz, Gewürz, Würze, Gewürzen

μπαχαρικό στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aromate, condiment, épice, épicez, épiçons, épicent, assaisonner, assaisonnement, épicer, épices, d'épices, pimenter, piment

μπαχαρικό στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spezia, spezie, di spezie, spice, delle spezie

μπαχαρικό στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
condimentar, temperar, tempero, especiaria, especiarias, de especiarias, da especiaria

μπαχαρικό στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
specerij, kruid, kruiden, specerijen, spice

μπαχαρικό στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
специя, пряность, оттенок, пикантность, специи, специй, приправа

μπαχαρικό στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
krydder, spice, krydderet, krydre

μπαχαρικό στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
krydda, Spice, kryddan, kryddor

μπαχαρικό στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maustaa, ryydittää, höystää, mauste, höyste, spice, mausteen, mausteiden, mausteeksi

μπαχαρικό στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
krydderi, Spice, krydderier, krydderiet, af Spice

μπαχαρικό στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
okořenit, kořenit, koření, ochutit, kořením, spice

μπαχαρικό στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dodatek, korzeń, odcień, pikanteria, zaprawiać, leżakowanie, posmak, przyprawa, przyprawy, spice, przypraw, pikantność

μπαχαρικό στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fűszer, spice, fűszeres, fûszerrel, fûszer

μπαχαρικό στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
baharat, Spice, The Spice, baharatlı, bahar

μπαχαρικό στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спеція, спеції

μπαχαρικό στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
erëz, nuancë, aroma, nuancë të, më aroma

μπαχαρικό στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подправка, подправки, подправката, оттенък

μπαχαρικό στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спецыі, спэцыі

μπαχαρικό στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vürts, maitseaine, vürtsi, vürtsid, spice, maitsetaimed

μπαχαρικό στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
začin, privlačnost, mirodija, draž, začina, začinsko, začiniti, začinio

μπαχαρικό στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
krydd, Spice, kryddi, Hressa, krydd er

μπαχαρικό στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prieskonis, prieskoniai, prieskonių, spice

μπαχαρικό στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
garšviela, spice, garšvielu, garšaugu, garšvielas

μπαχαρικό στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
зачин, зачини, зачинот, зачините

μπαχαρικό στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mirodenie, condiment, condimente, mirodenii, spice, de condimente

μπαχαρικό στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
začimba, spice, začimbe, začimb, zacimba

μπαχαρικό στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
korenie, korenia, koreniny, korenín, korení
Τυχαίες λέξεις