Wytrwanie στα ελληνικά

Μετάφραση: wytrwanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδιάκοπος, επιμονή, συνεχής, εμμονή, την επιμονή, η επιμονή, επιμονής
Wytrwanie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brawurowy στα ελληνικά - τόλμημα, τόλμη, ριψοκίνδυνος, παράτολμος, απερίσκεπτη, αλόγιστες, απερίσκεπτο
  • brzydota στα ελληνικά - παραμόρφωση, ασχημία, ασχήμια, την ασχήμια, ασχήμιας, ασκήμια
  • emilia στα ελληνικά - Emilia, Αιμιλία, Εμίλια, ΕΜΙΛΙΑ
  • empiryk στα ελληνικά - εμπειρικιστικής, εμπειριστικό, εμπειριστικής, εμπειριοκρατικές, εμπειρικιστική
Τυχαίες λέξεις
Wytrwanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδιάκοπος, επιμονή, συνεχής, εμμονή, την επιμονή, η επιμονή, επιμονής