Wytrzymać στα ελληνικά

Μετάφραση: wytrzymać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποφέρω, κρατώ, συντηρώ, υποστηρίζω, γεννώ, αντέχω, υπομένω, αντέχουν, αντέχει, αντέξει, αντέξουν, να αντέξει
Wytrzymać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezbolesny στα ελληνικά - ανώδυνος, μαλθακός, νωθρός, ράθυμος, ανώδυνη, ανώδυνο, ανώδυνες, ...
  • bimetaliczny στα ελληνικά - διμεταλλικός, διμεταλλικό, διμεταλλικού, διμεταλλική, διμεταλλικών
  • bluff στα ελληνικά - ντόμπρος, ευθύς, μπλόφα, Bluff, του Bluff, μπλόφας, το Bluff
  • ekranizować στα ελληνικά - εξετάζω, κινηματογράφηση, μαγνητοσκόπηση, γυρισμάτων, μαγνητοσκόπησης, κινηματογράφησης
Τυχαίες λέξεις
Wytrzymać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποφέρω, κρατώ, συντηρώ, υποστηρίζω, γεννώ, αντέχω, υπομένω, αντέχουν, αντέχει, αντέξει, αντέξουν, να αντέξει