Wywędrować στα ελληνικά

Μετάφραση: wywędrować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιπλανιέμαι, περιπλανηθείτε, περιπλανηθεί, να περιπλανηθεί, περιπλανηθούν
Wywędrować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aplauz στα ελληνικά - επευφημία, ζητωκραυγάζω, χειροκρότημα, επευφημίες, χειροκροτήματα, επιδοκιμασία, το χειροκρότημα, ...
  • chodak στα ελληνικά - τσόκαρο, βώλος, βουλώνω, εμποδίζω, clog που, κωλύω
  • doświadczony στα ελληνικά - επιτήδειος, έντεχνος, εμπειρογνώμων, ικανός, επιδέξιος, ειδικός, εμπειρογνώμονας, ...
  • dreszcz στα ελληνικά - συγκίνηση, ανατριχίλα, γογγύζω, ρίγος, δονούμαι, τρεμούλιασμα, δόνηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Wywędrować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιπλανιέμαι, περιπλανηθείτε, περιπλανηθεί, να περιπλανηθεί, περιπλανηθούν