Wywęszyć στα ελληνικά
Μετάφραση: wywęszyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευωδία, άρωμα, οσμή, μυρωδιά, όσφρηση, sniff, εισπνοή, οσφραίνομαι, μυρίζει
Μεταφράσεις
- bóg στα ελληνικά - θεός, θεό, θεού, ο Θεός, του Θεού
- diaboliczny στα ελληνικά - διαβητικός, διαβολικός, διαβολική, διαβολικό, διαβολικά, διαβολικές
- flaczki στα ελληνικά - πατσάς, στομάχων, πατσά, των στομάχων, μπούρδες
- intruz στα ελληνικά - παραβάτης, εισβολέας, καταπατητής, παρείσακτος, εισβολέα, εισβολή, παρείσακτο
Τυχαίες λέξεις
Wywęszyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευωδία, άρωμα, οσμή, μυρωδιά, όσφρηση, sniff, εισπνοή, οσφραίνομαι, μυρίζει
Μεταφράσεις: ευωδία, άρωμα, οσμή, μυρωδιά, όσφρηση, sniff, εισπνοή, οσφραίνομαι, μυρίζει