Wyważyć στα ελληνικά

Μετάφραση: wyważyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισοζύγιο, πλάστιγγα, ζυγαριά, ισορροπία, υπόλοιπο, ισορροπίας, ισοζυγίου
Wyważyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ciętość στα ελληνικά - πικράδα, πίκρα, πικρία, πικρίας, πικρότητα
  • dekolonizacja στα ελληνικά - αποαποικιοποίηση, αποαποικιοποίησης, κατάργηση του αποικιοκρατικού καθεστώτος, της αποαποικιοποίησης
  • finansować στα ελληνικά - χρηματοδοτώ, οικονομικά, Οικονομικών, χρηματοδότηση, χρηματοδότησης, Finance
Τυχαίες λέξεις
Wyważyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισοζύγιο, πλάστιγγα, ζυγαριά, ισορροπία, υπόλοιπο, ισορροπίας, ισοζυγίου