Wywoływać στα ελληνικά

Μετάφραση: wywoływać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιτία, βγάζω, επικαλούμαι, προκαλώ, γεννοβολώ, προξενώ, ξεδιπλώνω, υψώνω, παράγω, αναπτύσσομαι, αποσπώ, ανατρέφω, γεννώ, αναπτύσσω, τρέχω, επιφέρω, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος
Wywoływać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • afront στα ελληνικά - θίγω, μικρός, κόβω, λοιδορώ, κόψιμο, προπηλακίζω, ελαφρύς, ...
  • apologetyczny στα ελληνικά - απολογητικός, απολογητική, απολογητικό, απολογητικά, απολογητικές
  • estrogeny στα ελληνικά - οιστρογόνα, οιστρογόνων, τα οιστρογόνα, των οιστρογόνων, λαμβάνουν οιστρογόνα
  • groszowy στα ελληνικά - φτηνός
Τυχαίες λέξεις
Wywoływać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιτία, βγάζω, επικαλούμαι, προκαλώ, γεννοβολώ, προξενώ, ξεδιπλώνω, υψώνω, παράγω, αναπτύσσομαι, αποσπώ, ανατρέφω, γεννώ, αναπτύσσω, τρέχω, επιφέρω, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος