Wyzierać στα ελληνικά
Μετάφραση: wyzierać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιεργάζομαι, ομότιμος, όμοιος, ομότιμων, ομοτίμους, ομότιμη, κοιτάξει, από ομοτίμους
Μεταφράσεις
- akolita στα ελληνικά - ακόλουθος, βοηθός ιερέα, παπαδάκι, ακόλουθος ιερέως
- dosuw στα ελληνικά - τροφοδοσίας, τροφοδοτήσεως, infeed, τροφοδότηση, τροφοδότησης
- dyslokować στα ελληνικά - εξαρθρώνω, εξαρθρώ, εξαρθρώσει, να εξαρθρώσει, απορυθμίζουν τις
- ekliptyczny στα ελληνικά - εκλειπτική, εκλειπτικής, ecliptic, εκλειπτικός, της εκλειπτικής
Τυχαίες λέξεις
Wyzierać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιεργάζομαι, ομότιμος, όμοιος, ομότιμων, ομοτίμους, ομότιμη, κοιτάξει, από ομοτίμους
Μεταφράσεις: περιεργάζομαι, ομότιμος, όμοιος, ομότιμων, ομοτίμους, ομότιμη, κοιτάξει, από ομοτίμους