Λέξη: ηλεκτρολόγος

Σχετικές λέξεις: ηλεκτρολόγος

ηλεκτρολόγος μηχανικός θέσεις εργασίας, ηλεκτρολόγος παλαιό φάληρο, ηλεκτρολόγος ζωγράφου, ηλεκτρολόγος εργασία, ηλεκτρολόγος μηχανικός, ηλεκτρολόγος μηχανικός και μηχανικός υπολογιστών, ηλεκτρολόγος αμπελόκηποι, ηλεκτρολόγος ιωάννινα, ηλεκτρολόγος θεσσαλονίκη, ηλεκτρολόγος αυτοκινήτων

Μεταφράσεις: ηλεκτρολόγος

ηλεκτρολόγος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
electrician, electrical, an electrician, in Electrical, an electrical

ηλεκτρολόγος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
electricista, un electricista, electricista de, eléctrico, de electricista

ηλεκτρολόγος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
elektriker, elektrikerin, Elektriker, Elektro, Elektrofach, Elektroinstallateur

ηλεκτρολόγος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
électricien, electricien, un électricien, électriciens

ηλεκτρολόγος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
elettricista, elettricisti, electrician, un elettricista

ηλεκτρολόγος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
eletricista, electricista, eletricista de, electrician, eletricidade

ηλεκτρολόγος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
elektricien, elektromonteur, installateur, elektrisch, elektro

ηλεκτρολόγος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
электрик, электротехник, осветитель, электромеханик, монтёр, электромонтёр, электромонтер, электрика, электриком

ηλεκτρολόγος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
elektriker, elektrikeren, installatør, elektriker for, elektro

ηλεκτρολόγος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
elektriker, elinstallatör, elektriker för, installatör, fackman

ηλεκτρολόγος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sähkömies, sähköasentaja, sähköasentajan, sähköasentajaan, sähköasentajaa

ηλεκτρολόγος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
elektriker, elinstallatør, installatør

ηλεκτρολόγος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
elektrikář, elektrikáře, elektrotechnik, elektrikářem

ηλεκτρολόγος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
elektrotechnik, elektryk, elektromonter, elektryka, elektrykiem, electrician

ηλεκτρολόγος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
villanyszerelő, villanyszerelővel, elektromos, villanyszerelőt, villanyszerelőnek

ηλεκτρολόγος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
elektrikçi, bir elektrikçi, elektrikçiye, electrician, elektrikçi tarafından

ηλεκτρολόγος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
електрик, електромонтер, електротехнік, Електрік

ηλεκτρολόγος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
inxhinier elektrik, elektricist, elektrik, elektriçist, elektricist i

ηλεκτρολόγος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
електротехник, с електротехник, техник, електротехника

ηλεκτρολόγος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
электрык

ηλεκτρολόγος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
elektrik, elektriku, elektrikul, elektrikuga, elektriku poole

ηλεκτρολόγος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
električar, elektrotehničar, električara, elektrotehnički, elektrotehnički stručnjak, električaru

ηλεκτρολόγος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rafvirki, rafvirki sem, rafvirkjan, rafvirkjameistari, rafvirkja

ηλεκτρολόγος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
elektrikas, elektriko, elektriką

ηλεκτρολόγος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
elektriķis, elektriķa, elektriķim, elektriķu

ηλεκτρολόγος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
електричар, електричарот, електричар за

ηλεκτρολόγος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
electrician, un electrician, electricianul, electricieni, electrician de

ηλεκτρολόγος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
električar, elektrikar, električarja, Elektrikarji, za električarja

ηλεκτρολόγος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
elektrotechnik, elektrikár, technik, electrician, elektrikárom

Στατιστικά δημοτικότητας: ηλεκτρολόγος

Τυχαίες λέξεις