Wyznaczać στα ελληνικά
Μετάφραση: wyznaczać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διοικώ, διανέμω, αναθέτω, διευθύνω, απονέμω, συγκροτώ, προορίζω, αποτελώ, χορηγώ, διορίζω, κατανέμω, καταφέρνω, ορίζω, προτείνω, αποδίδω, εφαρμόζω, διορίζει, διορίσει, διορίζουν, ορίσει, να διορίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- autokratyczny στα ελληνικά - αυτοκρατορικός, αυταρχικός, απολυταρχικός, αυταρχική, αυταρχικό, αυταρχικά
- dostatniość στα ελληνικά - αφθονία, ευημερίας, ευημερία, ευμάρεια, πλούτου
- geograficzny στα ελληνικά - γεωγραφικός, γεωγραφική, γεωγραφικής, γεωγραφικές, γεωγραφικών
Τυχαίες λέξεις
Wyznaczać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διοικώ, διανέμω, αναθέτω, διευθύνω, απονέμω, συγκροτώ, προορίζω, αποτελώ, χορηγώ, διορίζω, κατανέμω, καταφέρνω, ορίζω, προτείνω, αποδίδω, εφαρμόζω, διορίζει, διορίσει, διορίζουν, ορίσει, να διορίσει
Μεταφράσεις: διοικώ, διανέμω, αναθέτω, διευθύνω, απονέμω, συγκροτώ, προορίζω, αποτελώ, χορηγώ, διορίζω, κατανέμω, καταφέρνω, ορίζω, προτείνω, αποδίδω, εφαρμόζω, διορίζει, διορίσει, διορίζουν, ορίσει, να διορίσει