Wyzyskiwać στα ελληνικά

Μετάφραση: wyzyskiwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξιοποιώ, εκμεταλλεύονται, εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευτούν, αξιοποιήσουν, αξιοποιήσει
Wyzyskiwać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antyfaszystowski στα ελληνικά - αντι, κατά, καταπολέμηση, anti, την καταπολέμηση
  • apozycja στα ελληνικά - παράθεση, απόθεση, εναπόθεση, εναπόθεσης, αποθέσεως
  • bzdurzyć στα ελληνικά - μωρολογώ, σαλιαρίζω, drool, σάλια, σάλια τρέχουν
  • debatowanie στα ελληνικά - συζήτηση, συζητάμε, συζητώντας, συζητούμε, συζητά
Τυχαίες λέξεις
Wyzyskiwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξιοποιώ, εκμεταλλεύονται, εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευτούν, αξιοποιήσουν, αξιοποιήσει