Wzmożenie στα ελληνικά

Μετάφραση: wzmożenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένταση, αυξάνω, ανεβάζω, ενισχύω, κλιμάκωση, επίταση, εντατικοποίηση, εντατικοποίησης, η εντατικοποίηση, την εντατικοποίηση
Wzmożenie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • durzyć στα ελληνικά - κοροϊδεύω, βλάκας, χαζός, κορόιδο, dupe, απατώ
  • dyspersja στα ελληνικά - διασπορά, διασποράς, διασκορπισμού, διασκορπισμός, εναιώρημα
  • ikonoklasta στα ελληνικά - εικονομάχος, εικονομάχου, εικονομάχων, εικονοκλάστης, iconoclast
  • innowacja στα ελληνικά - καινοτομία, καινοτομίας, την καινοτομία, της καινοτομίας, η καινοτομία
Τυχαίες λέξεις
Wzmożenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένταση, αυξάνω, ανεβάζω, ενισχύω, κλιμάκωση, επίταση, εντατικοποίηση, εντατικοποίησης, η εντατικοποίηση, την εντατικοποίηση