Wzniesienie στα ελληνικά

Μετάφραση: wzniesienie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανέγερση, υψόμετρο, ρόγα, ανάδειξη, ανάβαση, πύργος, ανατέλλω, ανύψωση, αναβαθμίζω, αύξηση, αυξάνομαι, ορθώνομαι, μεταρσιώνω, ύψωση, όψη, ανύψωσης
Wzniesienie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • baseball στα ελληνικά - μπέιζμπολ, του μπέιζμπολ, το μπέιζμπολ
  • borealny στα ελληνικά - αρκτική, Boreal, την αρκτική, βορινή, τα αρκτικά
  • gryfon στα ελληνικά - γρυπαετός, γρύπας, πυρρόχρου, Griffon, γρύπα
  • głupiec στα ελληνικά - στουρνάρι, κούτσουρο, βλάκας, κοροϊδεύω, χαζός, μακαρονάδα, τούβλο, ...
Τυχαίες λέξεις
Wzniesienie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανέγερση, υψόμετρο, ρόγα, ανάδειξη, ανάβαση, πύργος, ανατέλλω, ανύψωση, αναβαθμίζω, αύξηση, αυξάνομαι, ορθώνομαι, μεταρσιώνω, ύψωση, όψη, ανύψωσης