Wzrastać στα ελληνικά
Μετάφραση: wzrastać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξογκώνω, αύξηση, αυξάνω, κλιμακώνομαι, φουσκώνω, προκύπτω, πρήζω, προστίθεμαι, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amplifikator στα ελληνικά - ενισχυτής, ενισχυτή, του ενισχυτή, ενισχυτού, ενισχυτών
- chłopięcy στα ελληνικά - παιδαριώδης, παιδικός, αγορίστικο, αγορίστικη, αγορίστικες
- górować στα ελληνικά - παραβλέπω, κυριαρχώ, υπερακοντίζω, παραγνωρίζω, δεσπόζω, διαπρέπω, πύργος, ...
- haubica στα ελληνικά - ολμοβόλο, howitzer, οβιδοβόλο, οβιδοβόλα
Τυχαίες λέξεις
Wzrastać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξογκώνω, αύξηση, αυξάνω, κλιμακώνομαι, φουσκώνω, προκύπτω, πρήζω, προστίθεμαι, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Μεταφράσεις: εξογκώνω, αύξηση, αυξάνω, κλιμακώνομαι, φουσκώνω, προκύπτω, πρήζω, προστίθεμαι, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει