Złupić στα ελληνικά
Μετάφραση: złupić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολύω, λάφυρο, λεία, λάφυρα, πλιάτσικο, λαφύρων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- artezyjski στα ελληνικά - αρτεσιανός, αρτεσιανων, αρτεσιανό, αρτεσιανών, αρτεσιανά
- finansista στα ελληνικά - χρηματοδότης, χρηματοδότη, χρηματιστής, οικονομολόγος, ταμειακές
- gnębienie στα ελληνικά - καταδυνάστευση, καταπίεση, καταπίεσης, την καταπίεση, της καταπίεσης, η καταπίεση
Τυχαίες λέξεις
Złupić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολύω, λάφυρο, λεία, λάφυρα, πλιάτσικο, λαφύρων
Μεταφράσεις: απολύω, λάφυρο, λεία, λάφυρα, πλιάτσικο, λαφύρων