Załamać στα ελληνικά
Μετάφραση: załamać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωριάζομαι, καταρρέω, κατάρρευση, κατάρρευσης, πτώση, την κατάρρευση, η κατάρρευση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bekhend στα ελληνικά - backhand, ρεβέρ, το backhand, backhand του, πίσω χέρι
- chimera στα ελληνικά - χίμαιρα, χίμαιρας, χιμαιρικό, χιμαιρικού, χιμαιρικό μόριο
- często στα ελληνικά - συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές
- dwupłciowość στα ελληνικά - αμφιφυλοφιλία, η αμφιφυλοφιλία, αμφισεξουαλικότητα, την αμφιφυλοφιλία, αμφιφυλοφιλίας
Τυχαίες λέξεις
Załamać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωριάζομαι, καταρρέω, κατάρρευση, κατάρρευσης, πτώση, την κατάρρευση, η κατάρρευση
Μεταφράσεις: σωριάζομαι, καταρρέω, κατάρρευση, κατάρρευσης, πτώση, την κατάρρευση, η κατάρρευση