Zaangażować στα ελληνικά
Μετάφραση: zaangażować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διατηρώ, εκτοξεύω, καθελκύω, εξαπολύω, δεσμεύω, διαπράττω, κάνω, που εμπλέκονται, εμπλέκονται, που συμμετέχουν, συμμετέχουν, συμμετέχει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chlubny στα ελληνικά - αξιέπαινος, ένδοξος, αξιόπιστος, αξιόλογη, αξιόπιστων, πιστώνεται
- drżąco στα ελληνικά - τρεμάμενα, ακροσφαλώς, ταραγμένα
- dwuwiersz στα ελληνικά - δίστιχο, μαντινάδα, couplet, κουπλέ
- hardy στα ελληνικά - περήφανος, καμαρωτός, αγέρωχος, υπεροπτικός, υπεροπτική, υπεροπτικό, υπεροπτικές
Τυχαίες λέξεις
Zaangażować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διατηρώ, εκτοξεύω, καθελκύω, εξαπολύω, δεσμεύω, διαπράττω, κάνω, που εμπλέκονται, εμπλέκονται, που συμμετέχουν, συμμετέχουν, συμμετέχει
Μεταφράσεις: διατηρώ, εκτοξεύω, καθελκύω, εξαπολύω, δεσμεύω, διαπράττω, κάνω, που εμπλέκονται, εμπλέκονται, που συμμετέχουν, συμμετέχουν, συμμετέχει