Zagospodarować στα ελληνικά

Μετάφραση: zagospodarować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διευθύνω, καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, αναπτύξει, να αναπτύξει, αναπτύσσουν
Zagospodarować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dachowiec στα ελληνικά - είδος γερμανικού κυνηγετικού σκύλου, Dachshund, την Dachshund, είδος γερμανικού κυνηγετικού, Ντάτσχουντ
  • erotyzm στα ελληνικά - ερωτισμό, τον ερωτισμό
  • faks στα ελληνικά - πανομοιότυπο, φαξ, fax
  • globulina στα ελληνικά - σφαιρίνη, σφαιρίνης, γλοβουλίνη, γλοβουλίνης
Τυχαίες λέξεις
Zagospodarować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διευθύνω, καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, αναπτύξει, να αναπτύξει, αναπτύσσουν