Zalogować στα ελληνικά

Μετάφραση: zalogować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σήμα, ταμπέλα, πίνακας, υπογράφω, σύνδεση, Είσοδος, σύνδεσης, σύνδεσής, Login
Zalogować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • batalia στα ελληνικά - μάχη, μάχης, αγώνα, τη μάχη, μάχη για
  • dopowiedzenie στα ελληνικά - παράθεση, απόθεση, εναπόθεση, εναπόθεσης, αποθέσεως
  • hydraulicznie στα ελληνικά - υδραυλικά, υδραυλικώς, υδραυλική, υδραυλικό, υδραυλικής
Τυχαίες λέξεις
Zalogować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σήμα, ταμπέλα, πίνακας, υπογράφω, σύνδεση, Είσοδος, σύνδεσης, σύνδεσής, Login