Λέξη: φυγαδεύω

Μεταφράσεις: φυγαδεύω

φυγαδεύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
harbour, help smb. to escape

φυγαδεύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
puerto, ayudar, ayudar a, ayudará, ayudarle, ayudará a

φυγαδεύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hafen, zufluchtsort, Hilfe, helfen, zu helfen, hilft

φυγαδεύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
receler, refuge, asile, nourrir, recours, port, débarcadère, portuaire, rade, abri, aider, aider à, aider les, aidera, contribuer

φυγαδεύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aiutare, contribuire, aiuto, aiutarvi, aiuterà

φυγαδεύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
porto, ajudar, ajudar a, ajudá, ajuda

φυγαδεύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
haven, helpen, helpen bij, te helpen, hulp, help

φυγαδεύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
водиться, убежище, выследить, порт, гавань, прибежище, таить, помочь, поможет, помощь, помогают, помогут

φυγαδεύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hjelpe, hjelper, bidra, hjelp, bidra til

φυγαδεύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hamn, hjälpa, hjälper, hjälp, bidra, hjälpa till

φυγαδεύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valkama, elätellä, satama, hautoa, auttaa, apua, avulla, auttavat, auttamaan

φυγαδεύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
havn, tilflugtssted, hjælpe, hjælp, bidrage, hjælper, at hjælpe

φυγαδεύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
útočiště, přístřeší, chovat, přístav, pomoci, pomůže, pomoc, pomohou, pomáhají

φυγαδεύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przystań, schronienie, żywić, port, pomóc, pomocy, pomaga, pomoc, pomaga w

φυγαδεύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
segítsen, Segítségre, segít, segíteni, segítenek

φυγαδεύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
smb, tepesini, SMB'ye, SMB'nin

φυγαδεύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
водитися, вистежити, гавань, водитись, допомогти

φυγαδεύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
të ndihmuar, ndihmojë, të ndihmojë, të ndihmojnë, t'ju ndihmojë

φυγαδεύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пристанище, помогне, помогнат, помогне на, от помощ, да помогне

φυγαδεύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыстань, асачыць, дапамагчы

φυγαδεύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aidata, aitab, aitavad, abi, aitama

φυγαδεύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
luku, luke, pristanište, lučke, pomoć, pomoći, vam pomoći, pomogne, pomoći u

φυγαδεύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
höfn, hjálpa, hjálpað, að hjálpa, hjálpar, hjálp

φυγαδεύω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
portus

φυγαδεύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
uostas, prieglobstis, padėti, padės, padeda, pagalbos, padėtų

φυγαδεύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
patvērums, osta, palīdzēt, palīdz, palīdzētu, palīdzēs, palīdzēsim Jums

φυγαδεύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
помогне на, помогне, им помогне, им помогне на, помогнат

φυγαδεύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
port, ajuta, ajute, ajuta la, ajutor, a ajuta

φυγαδεύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
luka, pristav, pristanišče, pomoč, pomaga, pomagati, pomagajo, pomagali

φυγαδεύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pomôcť, pomoci, pomoc, a pomôcť, pomocou
Τυχαίες λέξεις