Zaoszczędzać στα ελληνικά
Μετάφραση: zaoszczędzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασώζω, αποταμιεύω, αποκρούω, εκτός
Μεταφράσεις
- atomowo στα ελληνικά - atomically, ατομικά, ατομικώς
- fenomenalnie στα ελληνικά - θαυμάσια, υπέροχα, τα υπέροχα, marvelously, με έξοχο τρόπο
- hagiograficzny στα ελληνικά - αγιογραφημένη, αγιογραφικό, αγιογραφικά, αγιογραφική, αγιογραφικής
- internować στα ελληνικά - κρατώ, Intern, οικότροφος, ασκούμενος, ασκούμενο
Τυχαίες λέξεις
Zaoszczędzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασώζω, αποταμιεύω, αποκρούω, εκτός
Μεταφράσεις: διασώζω, αποταμιεύω, αποκρούω, εκτός