Zasypywać στα ελληνικά
Μετάφραση: zasypywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντρίβω, πλημμυρίζω, πνίγω, κατακλύζω, συντρίψει, κατακλύσουν, κατακλύζουν, ξεπερνούν τις
Μεταφράσεις
- doceniać στα ελληνικά - κατανοώ, εκτιμώ, αναγνωρίζω, εκτιμήσουν, εκτιμούν, εκτιμήσει, εκτιμήσετε
- gminny στα ελληνικά - κοινός, δημοτικός, συνηθισμένος, κοινότητα, Κοινότητας, κοινοτικό, της Κοινότητας, ...
- inny στα ελληνικά - άλλος, νέος, καινούριος, διαφορετικός, άλλα, άλλες, άλλων, ...
Τυχαίες λέξεις
Zasypywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντρίβω, πλημμυρίζω, πνίγω, κατακλύζω, συντρίψει, κατακλύσουν, κατακλύζουν, ξεπερνούν τις
Μεταφράσεις: συντρίβω, πλημμυρίζω, πνίγω, κατακλύζω, συντρίψει, κατακλύσουν, κατακλύζουν, ξεπερνούν τις