Zawieszać στα ελληνικά
Μετάφραση: zawieszać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναστολή, κρεμώ, απαγχονίζω, αναστέλλω, δυστύχημα, σύγκρουση, συντριβή, σύγκρουσης, συντριβής
Μεταφράσεις
- artylerzysta στα ελληνικά - πυροβολητής, πυροβολικό
- dziadek στα ελληνικά - πιπίλα, παππούς, παππού, ο παππούς, τον παππού, του παππού
- grubo στα ελληνικά - πρόχειρα, ζεστά, πυκνός, παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, ...
Τυχαίες λέξεις
Zawieszać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναστολή, κρεμώ, απαγχονίζω, αναστέλλω, δυστύχημα, σύγκρουση, συντριβή, σύγκρουσης, συντριβής
Μεταφράσεις: αναστολή, κρεμώ, απαγχονίζω, αναστέλλω, δυστύχημα, σύγκρουση, συντριβή, σύγκρουσης, συντριβής