Zdarzać στα ελληνικά

Μετάφραση: zdarzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έρχομαι, διαδραματίζω, συμβαίνω, συμβεί, να συμβεί, συμβούν, συμβαίνουν, συμβαίνει
Zdarzać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antysemicki στα ελληνικά - αντισημιτική, αντισημιτικά, αντισημιτικές, αντισημιτικό, αντισημιτικών
  • instalatorstwo στα ελληνικά - Instalatorstwo
  • instytucja στα ελληνικά - θεσμός, διοργάνωση, ίδρυμα, οργάνωση, ίδρυση, όργανο, φορέα, ...
Τυχαίες λέξεις
Zdarzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έρχομαι, διαδραματίζω, συμβαίνω, συμβεί, να συμβεί, συμβούν, συμβαίνουν, συμβαίνει