Λέξη: ουδέτερος

Σχετικές λέξεις: ουδέτερος

ουδέτερος χρώμα, ουδέτερος μονισμός, ουδέτερος συνώνυμο, ουδέτερος αγωγός, ουδέτερος άξονας, ουδέτερος συνώνυμα, επιτήδειος ουδέτερος, ουδέτερος φάση

Συνώνυμα: ουδέτερος

ακαθάριστος, μη έχων φύλον, μη έχων γένος

Μεταφράσεις: ουδέτερος

ουδέτερος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
neutral, neuter, a neutral

ουδέτερος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
neutro, neutral, neutra, neutrales, neutros

ουδέτερος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nulleiter, neutral, neutralen, neutrale, neutraler

ουδέτερος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
neutraliste, impartial, indolent, zéro, neutre, indifférent, neutres, neutralité, point mort

ουδέτερος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
neutrale, neutro, neutra, neutre, folle

ουδέτερος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rede, neutro, neutral, neutra, neutros, neutras

ουδέτερος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afzijdig, neutraal, onpartijdig, neutrale

ουδέτερος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бесполый, беспристрастный, бесчувственный, равнодушный, нейтральный, средний, неприсоединившийся, нелицеприятный, нейтральность, безучастный, промежуточный, нейтральной, нейтральным, нейтрального, нейтральная

ουδέτερος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nøytral, nøytralt, nøytrale

ουδέτερος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
opartisk, neutral, neutrala, neutralt

ουδέτερος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puolueeton, neutraali, neutraalia, neutraalin, neutraaleja, vapaa

ουδέτερος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
neutral, neutrale, neutralt, frigear

ουδέτερος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nestranný, nulový, neutrální, neutrál, netečný, neutrálním, neutrálu

ουδέτερος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
neutralny, neutralność, obojętny, bezstronny, zerowy, pipeta, neutralne, neutralnym, neutralna

ουδέτερος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
közömbös, semleges, neutrális, semlegesnek, semlegesek, a semleges

ουδέτερος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nötr, tarafsız, nötral, nötr bir, doğal

ουδέτερος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
середній, нейтральний, безсторонній, проміжний, нейтральне, нейтральна

ουδέτερος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
neutral, neutrale, asnjanës, neutral ndaj, neutralë

ουδέτερος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неутрален, неутрална, неутрално, неутрални, неутралната

ουδέτερος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нейтральны, нэўтральны, нейтральный, нэйтральны

ουδέτερος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
neutraalne, neutraalse, neutraalsed, neutraalset, neutraalseks

ουδέτερος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bespolan, neutralan, prelazan, neutralna, neutralni, neutralne, neutralno

ουδέτερος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hlutlaus, hlutlaust, hlutlausir, hlutlausum, hlutlausa

ουδέτερος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neutralus, neutrali, neutralios, neutralūs, neutralaus

ουδέτερος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neitrāls, neitrāla, neitrālu, neitrāli, neitrālā

ουδέτερος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неутрална, неутрален, неутрални, неутралните, неутрално

ουδέτερος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
neutru, neutră, neutre, neutra

ουδέτερος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nevtralna, nevtralen, nevtralno, nevtralni, nevtralne

ουδέτερος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neutrál, neutrálne, neutrálny, neutrálna, neutrálnej, neutrálnu
Τυχαίες λέξεις