Zdemontować στα ελληνικά

Μετάφραση: zdemontować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεζεύω, κατεδαφίζω, αποσυναρμολόγηση, αποσυναρμολογήσετε, αποσυναρμολογήσει, αποσυναρμολογείτε, αποσυναρμολογείτε και
Zdemontować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezprocentowy στα ελληνικά - παθητικός, παθητική, παθητικής, παθητικό, παθητικά
  • bimetaliczny στα ελληνικά - διμεταλλικός, διμεταλλικό, διμεταλλικού, διμεταλλική, διμεταλλικών
  • identyfikowanie στα ελληνικά - εντοπισμό, τον εντοπισμό, προσδιορίζοντας, προσδιορισμό, τον προσδιορισμό
  • istotny στα ελληνικά - στερεός, προστακτική, σχετικός, σημαντικός, αξιόλογος, απαραίτητος, ουσιαστικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Zdemontować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεζεύω, κατεδαφίζω, αποσυναρμολόγηση, αποσυναρμολογήσετε, αποσυναρμολογήσει, αποσυναρμολογείτε, αποσυναρμολογείτε και