Zmierzać στα ελληνικά
Μετάφραση: zmierzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιμελούμαι, ψάχνω, περιποιούμαι, αναζητώ, σκοπός, στόχο, στόχος, σκοπό, στόχου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- administrowanie στα ελληνικά - κυβέρνηση, διοικητικός, χορήγηση, διοίκηση, διαχείριση, χορήγησης, διοίκησης
- fan στα ελληνικά - οπαδός, βεντάλια, ανεμιστήρας, ανεμιστήρα, του ανεμιστήρα
- fleksyjny στα ελληνικά - inflexive
- gastryczny στα ελληνικά - γαστρικός, γαστρικού, γαστρικό, γαστρική, γαστρικής
Τυχαίες λέξεις
Zmierzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιμελούμαι, ψάχνω, περιποιούμαι, αναζητώ, σκοπός, στόχο, στόχος, σκοπό, στόχου
Μεταφράσεις: επιμελούμαι, ψάχνω, περιποιούμαι, αναζητώ, σκοπός, στόχο, στόχος, σκοπό, στόχου