Zmniejszać στα ελληνικά

Μετάφραση: zmniejszać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταπραΰνω, υποχωρώ, περιορίζω, μολάρω, κοπάζω, ελαττώνομαι, μείωση, μικραίνω, ξεπεσμός, κλίνω, κλαδεύω, ελαττώνω, μειώνομαι, άνεση, λασκάρω, μειώνω, μειωθεί, μειώσει, μειώσετε, μειώνουν
Zmniejszać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cierń στα ελληνικά - καλαμιές, αγκάθι, γένια, αγκάθια, το αγκάθι, ακίδα, αγκαθιών
  • dukat στα ελληνικά - δουκάτο νόμισμα, Ducat, δουκάτο, Δουκάτου, δουκάτο καταλύεται
  • fukacz στα ελληνικά - ξέσπασμα, Outburst, έκρηξη, το ξέσπασμα, ξεσπάσματος
Τυχαίες λέξεις
Zmniejszać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταπραΰνω, υποχωρώ, περιορίζω, μολάρω, κοπάζω, ελαττώνομαι, μείωση, μικραίνω, ξεπεσμός, κλίνω, κλαδεύω, ελαττώνω, μειώνομαι, άνεση, λασκάρω, μειώνω, μειωθεί, μειώσει, μειώσετε, μειώνουν