Zobowiązać στα ελληνικά
Μετάφραση: zobowiązać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάνω, δεσμεύω, διαπράττω, υποχρεώνω, υποχρεώνουν, υποχρεώνει, υποχρεώσει, υποχρεώνει τα, υποχρεώσουν
Μεταφράσεις
- egotysta στα ελληνικά - εγωιστής, εγωιστή, egotist
- eufemiczny στα ελληνικά - ευφημιστικός, ευφημιστική, ευφημιστικού, ευφημιστικό, ευφημισμό
- filmowiec στα ελληνικά - κινηματογραφιστής, σκηνοθέτης, σκηνοθέτη, κινηματογραφιστή, κινηματογραφίστρια
- głaskać στα ελληνικά - χτύπημα, εγκεφαλικό, θωπεύω, χαϊδεύω, κτύπημα, αποπληξία, προσβολή, ...
Τυχαίες λέξεις
Zobowiązać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάνω, δεσμεύω, διαπράττω, υποχρεώνω, υποχρεώνουν, υποχρεώνει, υποχρεώσει, υποχρεώνει τα, υποχρεώσουν
Μεταφράσεις: κάνω, δεσμεύω, διαπράττω, υποχρεώνω, υποχρεώνουν, υποχρεώνει, υποχρεώσει, υποχρεώνει τα, υποχρεώσουν