Zobowiązywanie στα ελληνικά
Μετάφραση: zobowiązywanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δένω, δεσμεύω, βιβλιοδετώ, πεδικλώνω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται
Μεταφράσεις
- atut στα ελληνικά - κεφάλαιο, ενεργητικό, ψευτομαχητής, ατού, Trump, πλεονέκτημα, Τραμπ, ...
- dowódca στα ελληνικά - καπετάνιος, διοικητής, κυβερνήτης, διοικητή, κυβερνήτη, διοικητής της
- dyszenie στα ελληνικά - λαχανιάζω, αγκομαχώ, ασθμαίνω, ασθμαίνοντας, λαχάνιασμα, λαχανιάσματος, panting, ...
- górowanie στα ελληνικά - επικράτηση, υπεροχή, κυριαρχία, κυριαρχίας, επικράτησης
Τυχαίες λέξεις
Zobowiązywanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δένω, δεσμεύω, βιβλιοδετώ, πεδικλώνω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται
Μεταφράσεις: δένω, δεσμεύω, βιβλιοδετώ, πεδικλώνω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται