Zużywanie στα ελληνικά
Μετάφραση: zużywanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τριβή, απόξεση, φθορά, αμυχή, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν
Μεταφράσεις
- amfetamina στα ελληνικά - αμφεταμίνη, αμφεταμίνης, αμφεταμινών, η αμφεταμίνη, αμφεταμίνες
- dyscyplinować στα ελληνικά - πειθαρχώ, πειθαρχία, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
- fałszowanie στα ελληνικά - πλαστός, κίβδηλος, κάλπικος, πλαστογραφία, παραποίηση, παραποίησης, πλαστογράφηση, ...
- galenit στα ελληνικά - γαληνίτης, galena, γαληνίτη, Η Γκαλένα, του γαληνίτη
Τυχαίες λέξεις
Zużywanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τριβή, απόξεση, φθορά, αμυχή, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν
Μεταφράσεις: τριβή, απόξεση, φθορά, αμυχή, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν