Λέξη: μολυσματικός

Σχετικές λέξεις: μολυσματικός

μολυσματικη τέρμινθος, μολυσματικός εκφυλισμός, μολυσματικός εκφυλισμός αμπέλου, μολυσματικός συνώνυμα

Συνώνυμα: μολυσματικός

μεταδοτικός, κολλητικός, μολυσμένος

Μεταφράσεις: μολυσματικός

μολυσματικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
viral, infective, infectious, contagious, virulent, contaminant

μολυσματικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
infeccioso, infectante, infecciosa, infectivo, infectiva

μολυσματικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Infektions, infektiöser, infektiöse, infektiösen, infektiös

μολυσματικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
viral, contagieux, infectieux, infectieuse, infectieuses, infectant

μολυσματικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
virale, infettiva, infettivo, infettivi, infettive, infettante

μολυσματικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
infeccioso, infecciosa, infectantes, infecciosos, infectante

μολυσματικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
infectieuze, besmettelijk, besmettelijke, infectieus, infectieve

μολυσματικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вирусный, инфекционный, инфекционного, инфекционные, инфекционная, инфекционным

μολυσματικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
infeksiøs, infective, infeksiøse, infeksiøst, smittsomme

μολυσματικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
infective, infektiv, infektiös, infektiösa, infektiva

μολυσματικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tartunnan, infektoiva, infektiivinen, infektiivisiä, infektoivien

μολυσματικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
infektiøse, smitsom, infektive, smitsomt, inficeret

μολυσματικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
virový, infekční, nakažlivý, nakažlivá, infekčního, infekčním

μολυσματικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wirusowy, infekcyjny, zakaźny, zakaźne, infekcyjne, infekcyjnego

μολυσματικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fertőző, infektív, fertőzés, a fertőző, fertőzéses

μολυσματικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
enfektif, infektif, enfeksiyon, bulaşıcı, enfeksiyon yapıcı

μολυσματικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мегера, інфекційний

μολυσματικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
molepsës, infektive, infektiv, infektuese, infektive e

μολυσματικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инфекциозен, инфекциозна, инфекциозни, заразен, инфекциозния

μολυσματικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інфекцыйны

μολυσματικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
viiruslik, nakatav, nakkuslikku, infektiivne, nakkuslikke, infitseeriv

μολυσματικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
infektivna, infektivni, infektivne, infektivno, infektivi

μολυσματικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
smituðust, sýkingu, sýkingum, sýklalyf, smitandi

μολυσματικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
infekcinis, užkrėsta infekciniu, užkrečianti, infekcinę, infekcinio

μολυσματικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lipīgs, infekciozu, inficējošā, infekciozs, inficējošo

μολυσματικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
инфективна, инфективен, инфективните, инфективни, заразни

μολυσματικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
infecțios, infecțioasă, infectios, infecțioase, infectioasa

μολυσματικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kužen, infektivna, infektivne, infektivni, infekcijsko

μολυσματικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
infekčné, infekčnej, infekčnú, infekčná, infekčný
Τυχαίες λέξεις