Zwąchać στα ελληνικά
Μετάφραση: zwąchać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οσμή, ευωδία, άρωμα, μυρωδιά, το άρωμα, μυρωδιάς
Μεταφράσεις
- budowla στα ελληνικά - κτήριο, υφή, ανέγερση, δομή, κατασκευή, κτίριο, κτιρίου, ...
- car στα ελληνικά - τσάρος, τσάρο, τσάρου, Tsar, τσαρικού
- epokowy στα ελληνικά - εποχής, κοσμοϊστορική, κοσμοϊστορικό, αυτός που αφήνει εποχή, κοσμοϊστορικών
- eskapizm στα ελληνικά - φυγής, απόδρασης, τάση φυγής, escapism, της φυγής
Τυχαίες λέξεις
Zwąchać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οσμή, ευωδία, άρωμα, μυρωδιά, το άρωμα, μυρωδιάς
Μεταφράσεις: οσμή, ευωδία, άρωμα, μυρωδιά, το άρωμα, μυρωδιάς