Zwilżać στα ελληνικά

Μετάφραση: zwilżać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υγρός, βρεγμένος, νωπός, περιχύω, υγραίνω, υγρό, υγρή, υγρής, υγρά
Zwilżać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aborygeni στα ελληνικά - ιθαγενείς, αυτόχθοντες, Αβοριγίνων, τους αυτόχθονες κατοίκους, Αβοριγίνων της
  • balia στα ελληνικά - σαπιοκάραβο, λεκάνη, μπάνιο, κάδος, μπανιέρα, ντουζιέρα, μπανιέρας
  • dywagacja στα ελληνικά - divagation
  • firmowy στα ελληνικά - Επιστολόχαρτο, Επιστολόχαρτα, Letterhead, επιστολόχαρτου, Το επιστολόχαρτο
Τυχαίες λέξεις
Zwilżać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υγρός, βρεγμένος, νωπός, περιχύω, υγραίνω, υγρό, υγρή, υγρής, υγρά