Zwoływać στα ελληνικά
Μετάφραση: zwoływać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλώ, συναρμολογώ, συναθροίζω, συγκαλώ, συγκαλεί, συγκαλέσει, σύγκληση, συγκαλέσουν, να συγκαλέσει
Μεταφράσεις
- czterokrotnie στα ελληνικά - τετραπλός, τέσσερα, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερεις
- drętwota στα ελληνικά - μούδιασμα, αιμωδία, μουδιάσματος, το μούδιασμα, μουδιάσματα
- egalitaryzm στα ελληνικά - ισοπολιτεία, ισονομία, ισοπολιτείας, ισονομίας, εξισωτισμός
Τυχαίες λέξεις
Zwoływać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλώ, συναρμολογώ, συναθροίζω, συγκαλώ, συγκαλεί, συγκαλέσει, σύγκληση, συγκαλέσουν, να συγκαλέσει
Μεταφράσεις: καλώ, συναρμολογώ, συναθροίζω, συγκαλώ, συγκαλεί, συγκαλέσει, σύγκληση, συγκαλέσουν, να συγκαλέσει