Λέξη: ώρα

Σχετικές λέξεις: ώρα

ώρα γερμανίας, ώρα κοινής ησυχίας, ώρα αυστραλίας, ώρα λονδίνου, ώρα βραζιλίας, ώρα αμερικής, ώρα ελλάδος, ώρα της γης, ώρα αγγλίας, ώρα ιταλίας, η ώρα, τι ώρα είναι, αλλάζει η ώρα, ελεύθερη ώρα, ώρα ελλάδας, ώρα ελλαδος, ώρα ελλάδα

Συνώνυμα: ώρα

φορά, χρόνος, εποχή, καιρός

Μεταφράσεις: ώρα

ώρα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hour, session, time, h, at, time of

ώρα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
época, tiempo, hora, sesión, compás, momento, vez, tiempo de

ώρα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
takt, stunde, seance, stoppen, sitzungsperiode, sitzung, uhrzeit, zeit, tempo, zeitlich, zeitpunkt, Zeit, Mal, Zeitpunkt

ώρα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
séance, session, doigté, durée, période, tact, époque, cycle, minuter, cadence, instant, temps, heure, délibération, mesure, délai, moment, fois, le temps

ώρα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tempo, epoca, momento, ora, seduta, sessione, volta, tempo di

ώρα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
hora, sessão, serviço, hotel, tempo, vez, madeira, momento, tempo de

ώρα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zittingsperiode, sessie, maal, tijd, poos, keer, zitting, moment, de tijd, keer dat

ώρα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пора, раз, расписание, семестр, косовица, сезон, час, временной, такт, сеанс, хронометрировать, освещение, время, период, срок, заседание, времени

ώρα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sesjon, tid, time, møte, klokkeslett, gang, tiden, gangen, tids

ώρα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sammanträde, tid, stund, tiden, gången, gång, tids

ώρα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hetki, ajoittaa, aikakausi, ajankohta, tunti, kerta, käräjät, aika, istuntokausi, kokous, tahti, ajanjakso, istunto, lukukausi, aikaa, ajan, aikaan, kertaa

ώρα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gang, time, tidspunkt, tid, tiden

ώρα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chvíle, schůze, takt, doba, čas, hodina, porada, rytmus, lhůta, zasedání, trvání, epocha, času, time, časově

ώρα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
etat, terminowy, czasochłonność, termin, terminowanie, czas, obrady, sesja, czasochłonny, seans, potrwać, godzina, godzinka, okres, chwila, pora, raz, czasu

ώρα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ülésszak, idő, időt, időben, ideje, alkalommal

ώρα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
esse, vakit, toplantı, saat, süre, zaman, oturum, süresi, zamanlı, zamanı

ώρα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
засідання, сеанс, пора, година, час, сесія, раз, годину, термін, часом, часу

ώρα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kohë, orë, herë, koha, Ora, hera

ώρα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
час, време, заседание, път, времето, момент

ώρα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пагода, гадзiна, час, падчас, часам

ώρα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tund, kord, aeg, hetk, istungjärk, koosviibimine, seanss, ajal, aega, aja

ώρα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ura, vrijeme, zasjedanja, vremenu, sat, vremena, table, sata, misija, h, put, vremenom, puta

ώρα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stund, tími, leyti, sinn, aldur, löngu, tíma, tíminn

ώρα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
hora, tempus

ώρα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
valanda, laikas, laiko, kartą, laiką, trukmė

ώρα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stunda, laiks, laika, laiku, reizi

ώρα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
времето, време, пат, период

ώρα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
or, oră, cronometra, vreme, timp, sesiune, moment, time, de timp, dată

ώρα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
doba, ura, čas, časa, času

ώρα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
doba, hodina, časový, čas, času

Στατιστικά δημοτικότητας: ώρα

Τυχαίες λέξεις